θέρμους

θέρμους
θέρμος
lupine
masc acc pl
θερμόω
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θερμούς — θερμός hot masc acc pl θερμός hot masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεριώδεις αστέρες — (Αστρον.). Θερμοί αστέρες που παρουσιάζουν σημαντική εκπομπή στα μήκη κύματος της υπεριώδους ακτινοβολίας, δηλ. μεταξύ 25 350 nm (νανομέτρων). Για έναν αστέρα φασματικού τύπου Ο με επιφανειακή θερμοκρασία περίπου 30 000 βαθμών Κέλβιν, πάνω από το …   Dictionary of Greek

  • LUPINUM s. LUPINUS — apud Horat. l. 1. Ep. 7. v. 23. quid distent aera lupinis: leguminis genus, quod Graeci vett. θέρμον, recentiores γυπηνάριον dicunt, iuxta epitheton Virg. Georg. l. 1. v. 75. tristesque lupini; ab amaritudine, cuius siliqua solet quina vel sena… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANIS nicolaus — ita placentas appellavit Augustus, a Nicolao Damasceno sibi exhibitas et donatas, apud photium Biblioth. Palladius in Histor. Lausiaca, c. 4. Καὶ Νικολάους παμμεγέθεις ἄρτους δέκα καθαροὺς καὶ θερμοὺς, Et Nicolaos prodigiosae magnitudinis panes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TEMERARII — vide supra Audaces. Addo hîc temerariam desperationem, ad Arnobio, l. 6. tribui illis, qui divinam itam contemnentes, simul omnem salutis abiicrunt curam vere desperati et ἀπονενοημένοι. Et certe προπέτειαν, temeritatem cum ἀπονοίᾳ Demosthenes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • θερμοτραγώ — θερμοτραγῶ, έω (Α) τρώγω θερμούς, λούπινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + θ. τραγ (πρβλ. έ τραγ ον τού τρώγω*, κατά τα σε έω, ώ)] …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • ομπρέλα — Αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την προστασία του ανθρώπου από τη βροχή ή απότον ήλιο. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική umbre = σκιά, ανάλογη με την ελληνική σκιάδιον). Η ο. αποτελείται από ένα υφασμάτινο κάλυμμα που στηρίζεται σε σιδερένιες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”